παραισθησία

παραισθησία
η
ιατρ. υποκειμενική διαταραχή τής δερματικής αισθητικότητας η οποία εκδηλώνεται με αυτόματη μη φυσιολογική αίσθηση, λ.χ. σαν μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, γαργαλητό, κάψιμο, πάγωμα στο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paresthesia (< παρ[α]-* + αισθησία). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραισθησιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί παραισθήσεις 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραισθησιογόνα (ιατρ. φαρμ.) φαρμακολογικές ουσίες τών οποίων η λήψη προκαλεί σημαντικές παροδικές αλλαγές τής αντίληψης, τών διεργασιών τής σκέψης και τής ψυχικής διάθεσης,… …   Dictionary of Greek

  • παραισθητικός — ή, ό αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής παραίσθησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paresthetic (< παραισθησία). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Κ. Ηρ. Βασιάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”