- παραισθησία
- ηιατρ. υποκειμενική διαταραχή τής δερματικής αισθητικότητας η οποία εκδηλώνεται με αυτόματη μη φυσιολογική αίσθηση, λ.χ. σαν μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, γαργαλητό, κάψιμο, πάγωμα στο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paresthesia (< παρ[α]-* + αισθησία). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.